- γίγγλαρος
- γίγγλαρος, ο (Α)μικρός αιγυπτιακός αυλός.[ΕΤΥΜΟΛ. < γίγγρος, με ανομοίωση και παρέκταση με -ρ-].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γίγγλαρος — flute masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νίγλαρος — ο (Α νίγλαρος και γίγγλαρος) 1. είδος μικρού αιγυπτιακού αυλού με τον οποίο οι κελευστές έδιναν τον ρυθμό στους κωπηλάτες 2. λαρυγγισμός, κραδασμός φωνής, τρίλλιες νεοελλ. μικρός πλαγίαυλος, πίφερο. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. άγνωστης προέλευσης] … Dictionary of Greek